- ψευδουργός
- -όν, ΜΑο θαυματοποιός, αυτός που κάνει απατηλά τεχνάσματα («ἐν τῇ τῶν ψευδουργῶν καὶ γοήτων τέχνη», Πλάτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)-* + -ουργός (< ἔργον*).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ψευδουργῶν — ψευδουργός one who practices deceitful arts masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… … Dictionary of Greek
ευδ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο ουσιαστικό ψεύδος*. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι προσδιοριστικού τύπου, δηλαδή το α συνθετικό προσδιορίζει το β συνθετικό (πρβλ. ψευδομάρτυρας, ψευδ ώνυμος) … Dictionary of Greek